πρωταρχ(ιν)ίζω

πρωταρχ(ιν)ίζω
μετ.
1) первым начинать (что-л.) 2) впервые начинать (что-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πρωταρχ(ιν)ίζω" в других словарях:

  • πρωταρχ(ιν)ίζω — και πρωταρχινώ Ν αρχίζω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω κάτι εγώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχίζω / αρχινίζω / αρχινώ] …   Dictionary of Greek

  • πρωταρχίνισμα — και πρωτάρχισμα, το, Ν [πρωταρχ(ιν)ίζω] η ενέργεια και κυρίως το αποτέλεσμα τού πρωταρχι(νί)ζω, έναρξη, αρχίνισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»